Αίφνης χάνω τα δίκια μου ∙
όλα
καθώς τις κόρες αντικρίζω των ματιών σου
Φωτιές ταϊσμένες έρωτα ξεγυμνωμένο
Ένα γράμμα για την κάθε μία ώρα
Στέκουν οι λέξεις κοιτάζοντάς μας
στου χρόνου τη ροή
να ανταλλάσουμε συγγνώμες
Μήνας: Φεβρουαρίου 2019
Το ημερολόγιο
Το ημερολόγιο ενός τρελού
άλλους δυο έφερε στην πόρτα μου.
Καθώς οι νόμοι μας απέρριπταν
φάνταζε η μουσική από τζουκ μποξ να ξεπηδά
και ο χρόνος να τρέχει πίσω.
Ίσως, ίσως, ίσως
Ένιωσα σαν γκαρσόνα αλκοολική
κάπου στο νότο, να ρουφάω τεκίλα φθηνή
καπνίζοντας στη λάντζα,
ονειροπαρμένη με κάποιον έρωτα ανύπαρκτο.
Οι τρελοί πηγαινοέρχονταν, προσήλθε κι ένας τρίτος.
Πέντε στο σύνολο.
Ένας από ατύχημα,
δυο αλκοολικοί σε απεξάρτηση,
η αφεντιά μου
κι αυτός του ημερολογίου ∙ αυτός ο Ρώσσος,
( τι λέει ο άνθρωπος; ).
Πέντε τρελοί σε μια υπόθεση ∙
χάρμα σου λέω.
Αργότερα που πήρα τα πάνω μου
και ενώ οι αδελφοί Young κάνανε τα δικά τους
ένιωσα σαν ροκ σταρ σε κάποιο παρασκήνιο
έτοιμος για το encore.
Πάλι κάπνιζα στη λάντζα.
Ειρωνικό σχόλιο για την καθημερινότητα
Τρεις μέρες απουσίας και όλα έχουν αλλάξει.
Οι δρόμοι μοιάζουν βγαλμένοι από όνειρο
μα τίποτα δεν θυμίζει ύπνο γλυκό, ταξιδευτό,
παρά μια παραίτηση από τα μέσα.
Βγήκα λιωμένος να δω αν ακόμη υπάρχω
όπως με ξέρω και δεν με ξέρεις.
Φτύνω στις λευκές πλάκες του πεζοδρομίου,
να σιγουρευτώ πως δεν φτύνω το αίμα μου.
Φτάνω στο καφέ/μπαρ που συχνάζω και ενίοτε με βοηθάει να ζω.
Μπαίνω στον άδειο χώρο, λιγοστές παρέες στον εξωτερικό
θυμίζουν κούκλες βιτρίνας με τα φώτα σβηστά.
Ζητάω ποικιλοτρόπως απ’ τα παιδιά/φίλους/συναδέλφους
έναν διπλό εσπρέσο, ξεκουμπώνομαι κι αράζω •
στρίβω τσιγάρο…
¨ δεν καπνίζουμε¨ λέει ¨μέσα¨.
Τέταρτη μέρα χωρίς καφέ.
Ευχαριστούμε θερμά που μας προσέχετε
μα δεν μπορούμε να αναπνεύσουμε ήδη.
Μας έχετε πνίξει.
Μια άλλη Κυριακή
Ακροβατώ σαν σε συνήθεια
που δικαίως κατέκτησε τη μέρα
Προβλέπω το μέλλον και παζαρεύω ευχές
Μεταξύ ορατών και αοράτων χάνω τις γεύσεις
και φυσικά κάποιος θάνατος δεν θα μπορούσε να λείπει
Είχε μια σκοτεινιά η μέρα σήμερα
κι ας μην ήταν Κυριακή
Κανένα αίσθημα ψυχραιμίας αναγκαίο,
χρόνια αναίσθητος
Δάκρυα χωρίς επιστροφή, γέλια σε αντανάκλαση,
βάδισμα στα λίγα μέτρα που σου αναλογούνε κι απόψε
Είχε μια σκοτεινιά η μέρα σήμερα
κι ας μην ήταν Κυριακή
Τη νύχτα τα λιγοστά φανάρια με τα ρούχα μας σκεπάσαμε,
να μη βλεπόμαστε καθώς χωρίζουμε
Κι αν όλα μάταια συμβαίνουν
ας έρθει αυτός ο ένας που δεν αγάπησε
τα στόματα για να μας κλείσει
Τα μάτια μας δεμένα σαν σε παιγνίδι παλιό
Σ’ ένα παλιό τραγούδι σ’ αναγνώρισα
που δεν κατάλαβα τα λόγια
παρά μια μελωδία που σ’ έδιωξε
Και δεν ψάχνω τώρα πια
Γιατί ταΐστηκαν οι φίλοι μου και δρόμο δεν μου στέρησαν
Είναι μονάχα που να επιστρέψω δεν μπορώ
Ναι, θα βρεθούμε σ’ένα μπαρ που δεν θα υπάρχει,
θες να το λέμε “Bluebird” ;
Θα παίζει τζαζ και μπλουζ που δεν γουστάρεις
αλλά τότε θα σ’ αρέσει,
η σκόνη θα κρατά όλες τις απαντήσεις,
οι μπάντες θα ξεψυχάνε βραχνές,
τα μπουκάλια θα εκλιπαρούν, έλεος,
θα σπάζουν στο πάτωμα
Είχε μια σκοτεινιά η μέρα σήμερα
κι ας μην ήταν Κυριακή