Είμαι φευγάτος, χιλιάδες μίλια μακριά
και τίποτε δεν μου ανήκει
Σφίγγω τα μάτια, πλημμυρισμένος,
τόσο γεμάτος απ’ την απλότητα της αγάπης, καμιά φορά
Η ευτυχία είναι στιγμές
Η δυστυχία επίσης
Η κατάσταση… σαθρό υπόστρωμα
Το γάλα στη λήξη του
Τα ζωντανά αρμέγονται στην ώρα τους
Δεν διατρέχω κανέναν κίνδυνο
καθώς όλο και φεύγω, απομακρύνομαι
χωρίς να το κουνάω ρούπι απ’ την θέση μου
Σ’ αυτή την καρέκλα του σκηνοθέτη,
δική μου, δική σου
Τζιτζιφιές, Πετράλωνα, Εξάρχεια, Αγρίνιο ∙
υπεραστικό δρομολόγιο, μόνιμο, επιστροφής
Τι θλίψη και αλητεία στην πόζα του ο ποιητής!
Κι ο κόσμος να μη λέει ν’ αλλάξει
Τι πόλεμοι, και ταραχές και μοιχεία
και μεταγγίσεις, κι ο κόσμος να λέει κάνε ησυχία, σσσσς…
Η αργκό μιας παρέας,
όπως τη φέρνει το απαλό βραδινό αεράκι, μου μυρίζει σκατά
Το ανθρώπινο μυαλό βολοδέρνει σαν μπάλα σε αμερικάνικο
με τις τρύπες βουλωμένες, λύματα να ξεχειλίζουν, σκατά και τερατογένεση
Το να προχωρείς, ορίζεται ως η απόσταση απ’ το ‘να λάθος στο επόμενο
Όσου να μάθεις επαναλαμβάνεις, ύστερα προχωρείς,
εξόν κι αν είναι πια αργά
Μοιάζει ο άνθρωπος, πια, λάθος της φύσης
Α, πώς ξεφεύγει κανείς, καμιά φορά!
Ο ήχος τρυπάει το σκοτάδι
Η φαντασία τρυπά το χαρτί, συγκρούονται όλα
Ένα αστέρι πέφτει, έπεσε κιόλας, τι να προλάβεις να πεις;