Ωσότου ξεχρεώσεις
τα τσιγάρα όλα του πάνω κόσμου
θα ‘χουνε καεί
Ύμνοι θα γράφονται για την αγάπη
και τον έρωτα,
μα πες μου, ποιος θα πιστεύει
πως ο θάνατος δεν θα ‘χει εξουσία
Τίποτε πιο αμείλικτο δεν γνώρισα
από την ομορφιά
Φθινόπωρο γεννημένη
είτε σε κάποιου καλοκαιριού το χείλος ∙
κι ο χρόνος στραφτάλιζε στην πέτρα
σαν λεπίδι
Υπερβολές, θα πεις…
Ω, πάντα υπερβολές
Και οι εκδότες αύριο
θα γλείφουνε τα κόκκαλα,
ριγμένα στο πλατύσκαλο από χέρι
Η αρρώστια συρτή θα κάνει στις οδούς
και πες μου, ποιος θα πιστεύει
πως ο θάνατος δεν θα ‘χει πια εξουσία
Πες με ονόματα
που του ανθρώπου η ανημπόρια,
όσους τα φέρανε, τους κράτησε στο πόδι,
κι άλλα, όσων ταξίδι φύγανε αγύρτικο
από λάθος
Κι οι σκύλοι να χορεύουν της νύχτας
τον χορό
και τα παιδιά να μεγαλώνουν στην πλατεία
Λογαριάζεται η αγάπη;
Ο θάνατος;
Τέσσερις δρόμους διασχίζεις διαγώνια,
σ’ εκείνο το σημείο, το κενό ∙
και οι τρελοί θα σου μιλάνε πάντα με τα μάτια